φιλόχωρος

φιλόχωρος
φιλόχωρος
fond of a place
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόχωρος — ον, Α αυτός που αγαπά έναν τόπο, που τού αρέσει να μένει σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό χωρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοχώρῳ — φιλόχωρος fond of a place masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχωρα — φιλόχωρος fond of a place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Филохор — (др. греч. Φιλόχωρος) (ок. 345 до н. э.  260 до н. э.)  древнегреческий историк, крупнейший из аттидографов  авторов сочинений по истории Аттики («Аттид»). На протяжении многих лет исполнял в Афинах должность жреца… …   Википедия

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοχωρώ — έω, Α αγαπώ έναν τόπο ή μια χώρα, μού αρέσει να μένω σε έναν τόπο ή σε μια χώρα («Θεοὺς δύο ἀχρήστους οὐκ ἐκλείπειν σφέων τὴν νῆσον, ἀλλ ἀεὶ φιλοχωρέειν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χωρῶ (< χωρος < χώρα), πρβλ. στενο χωρῶ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”